- σκοπευτής
- ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω]νεοελλ.1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο3. επιτήδειος, επιδέξιος στη σκοποβολή4. φρ. «ελεύθερος σκοπευτής»α) αντάρτης σε χώρα κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται μόνος του, επιλέγοντας ο ίδιος τους στόχους τουβ) μαχητής που υπάγεται σε μονάδα πεζικού ή καταδρομών, αλλά ενεργεί και μάχεται μόνος του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, χωρίς να είναι ενταγμένος σε τακτική μονάδα μάχηςγ) άτομο χωρίς συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και χωρίς ηθικές ή άλλες δεσμεύσειςμσν.το θηλ. ἡ σκοπεύτριαψηλός τόπος, κατάλληλος για παρατήρηση, για κατόπτευση, παρατηρητήριομσν.-αρχ.παρατηρητής.
Dictionary of Greek. 2013.